θερμογράφος

θερμογράφος
ο термограф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θερμογράφος" в других словарях:

  • θερμογράφος — Όργανο για τη συνεχή καταγραφή της θερμοκρασίας του αέρα, του νερού κλπ. Το ευαίσθητο στοιχείο του μπορεί να είναι διμεταλλικό έλασμα, θερμόμετρο υγρού ή θερμόμετρο ηλεκτρικής αντίστασης. Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται ευρύτατα θ. με ευαίσθητο… …   Dictionary of Greek

  • θερμογράφος — ο αυτογραφικό όργανο με το οποίο καταγράφεται η πορεία της υπέρυθρης ακτινοβολίας της ανθρώπινης επιδερμίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • θερμομετρογράφος — ο ο θερμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermometrograph < thermometer (πρβλ. θερμόμετρο) + graph, (πρβλ. γραφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»